ἐκπορνεύσῃ

ἐκπορνεύσῃ
ἐκπορνεύω
commit fornication
aor subj mid 2nd sg
ἐκπορνεύω
commit fornication
aor subj act 3rd sg
ἐκπορνεύω
commit fornication
fut ind mid 2nd sg
ἐκπορνεύω
commit fornication
aor subj mid 2nd sg
ἐκπορνεύω
commit fornication
aor subj act 3rd sg
ἐκπορνεύω
commit fornication
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκπόρνευση — η 1. παρακίνηση σε πορνεία 2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.») …   Dictionary of Greek

  • καταπόρνευσις — καταπόρνευσις, ἡ (Α) [καταπορνεύω] εκπόρνευση, προαγωγεία …   Dictionary of Greek

  • μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… …   Dictionary of Greek

  • πόρνευσις — εύσεως, ἡ, Α [πορνεύω] η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία …   Dictionary of Greek

  • εταιρισμός — ο η εκπόρνευση, η συστηματική πορνεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”