εκπόρνευση — η 1. παρακίνηση σε πορνεία 2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.») … Dictionary of Greek
καταπόρνευσις — καταπόρνευσις, ἡ (Α) [καταπορνεύω] εκπόρνευση, προαγωγεία … Dictionary of Greek
μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… … Dictionary of Greek
πόρνευσις — εύσεως, ἡ, Α [πορνεύω] η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία … Dictionary of Greek
εταιρισμός — ο η εκπόρνευση, η συστηματική πορνεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)